Ζακόμπ, Μαξ

Ζακόμπ, Μαξ
(Max Jacob, Κεμπέρ, Βρετάνη 1876 – Ντρανσί 1944). Γάλλος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Ανήκε στους κύκλους των καλλιτεχνών και ποιητών που σύχναζαν στη Μονμάρτρη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Στην ευτράπελη διάθεση που χαρακτήριζε τη γραφή του ανέμειξε έναν ειλικρινή μυστικισμό, μετά τις οπτασίες, που τον οδήγησαν στον καθολικισμό. Από το 1921 και ύστερα πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του αποτραβηγμένος από τη λογοτεχνική ζωή. Πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, θύμα των ναζιστικών διωγμών. Στα πεζοτράγουδά του, που συγκέντρωσε το 1917 στη συλλογή Το κουτί των κύβων, ο Ζ. μεταχειρίστηκε ποιητικά μέσα, που αργότερα αξιοποίησαν οι υπερρεαλιστές. Από τα πιο αξιόλογα έργα του είναι η ποιητική συλλογή Το κεντρικό εργαστήρι (1921) και το αυτοβιογραφικό Η υπεράσπιση του Ταρτούφου (1919).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

  • Απολινέρ, Γκιγιόμ — (Gillaume Apollinaire,Ρώμη 1880 – Παρίσι 1918). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή και πεζογράφου Βίλχελμ Απολινάρις ντε Κοστροβίτσκι (Wilhelm Apollinaris de Kostrowitsky). Νόθος γιος ενός Ιταλού αξιωματικού και μιας νεαρής Πολωνέζας,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”